- ἐπιθέουσα
- ἐπιθέωrun uponpres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic)ἐπιθέωrun uponpres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιθεούσας — ἐπιθεούσᾱς , ἐπιθέω run upon pres part act fem acc pl (epic doric ionic) ἐπιθεούσᾱς , ἐπιθέω run upon pres part act fem gen sg (doric) ἐπιθεούσᾱς , ἐπιθέω run upon pres part act fem acc pl (epic doric ionic) ἐπιθεούσᾱς , ἐπιθέω run upon pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθέω — ἐπιθέω (Α) 1. προστρέχω σε κάποιον, τρέχω προς το μέρος κάποιου ή μετά από κάποιον («καὶ ἐπιθέων μὲν ἐκβοάτω», Ξεν.) 2. μτφ. κυκλοφορώ, διαδίδομαι, είμαι διάσπαρτος («ἡ ἐπιθέουσα εἰς ἀνθρώπους ἀπάτη», Πλωτίν.) 3. τρέχω πάνω σε μια επιφάνεια.… … Dictionary of Greek